Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Απολογία Σωκράτους

 Με αφορμή την αναπαράσταση της δίκης του Σωκράτη που είδα τον προηγούμενο μήνα από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, αποφάσισα να ξαναδιαβάσω το κείμενο του Πλάτωνα (427-348 π.Χ.) "Απολογία Σωκράτους". Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν εύκολο να ασχοληθώ με τη δίκη του μεγαλύτερου φιλοσόφου της ανθρωπότητας, ωστόσο ήταν τρεις οι λόγοι που πήρα αυτή την απόφαση.
 Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι η παράσταση ήταν στα αρχαία ελληνικά και αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς οι ηθοποιοί δεν μιλούσαν απλά αρχαία αλλά συγχρόνως παίζανε και μάλιστα πάρα πολύ καλά. Την σκηνοθεσία και την μετάφραση του κειμένου την έκανε ο Δήμος Αβδελιώδης, ενώ στο ρόλο του Σωκράτη ήταν ο Βασίλης Καραμπούλας και στο ρόλο του Μέλητου ο Γιάννης Κολόι. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του θεάτρου που η Απολογία του Σωκράτη έγινε στα αρχαία ελληνικά. Πάνω από τη σκηνή προφανώς υπήρχαν υπέρτιτλοι στα νέα ελληνικά αλλά και στα αγγλικά. Σίγουρα ήταν μια υπέροχη εμπειρία να ακούς στην αρχαία ελληνική γλώσσα τη δίκη του Σωκράτη. Ύστερα από την παράσταση ο Βασίλης Καραμπούλας, ο οποίος ήταν πολύ προσιτός, μας εξήγησε ότι χρειάστηκε δυόμισι χρόνια προβών και στην ουσία αποτέλεσαν περισσότερο σπουδές παρά πρόβες. Εκεί που θέλω να σταθώ είναι πως ενώ σε μια εποχή που αρχαίες γλώσσες όπως τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά θεωρούνται περιττά και δεν χρειάζεται να διδάσκονται στα σχολεία, γίνεται μια ολόκληρη παράσταση στα αρχαία και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Το περίεργο και το αστείο με μας τους Έλληνες είναι ότι περιφανευόμαστε συνεχώς πως είμαστε απόγονοι των αρχαίων και πως αυτό μας καθιστά αυτόματα σπουδαίους, που αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ασχοληθεί με την ιστορία και τις διδασκαλίες των αρχαίων, ενώ αυτό που πραγματικά μας έχει κληροδοτηθεί είναι η γλώσσα την οποία απαξιώνουμε και τη θεωρούμε άχρηστη. Τι θα γινόταν όμως αν αυτή την γλώσσα μας την στερούσαν και δεν μας την δίδασκαν, τι θα μας συνέδεε με το παρελθόν πραγματικά;
 Ο δεύτερος λόγος που εν μέρη συνδέεται με τον πρώτο είναι ότι δεν ασχολούμαστε καθόλου με την αρχαία ελληνική γραμματεία, όταν αντιθέτως σε άλλες χώρες έχουν διαβάσει τα άπαντα των αρχαίων Ελλήνων. Σε αυτό βέβαια ευθύνεται το ίδιο το σχολείο που επικεντρώνεται σε μια ξερή μετάφραση και από κει και πέρα μόνο γραμματική και συντακτικό χάνοντας έτσι τη μαγεία του κειμένου και της ουσίας που θέλει να διδάξει. Χρειάζεται, λοιπόν, να ξαναγυρίσουμε το βλέμμα μας στην ουσία τους και να κατανοήσουμε τι πραγματικά έχουν να μας διδάξουν, κάτι που για αιώνες το κάνουν τόσοι άλλοι λαοί και πάνω στα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα έβαλαν τις βάσεις για την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό στην Ευρώπη. Είναι απαράδεχτο εμείς που καμαρώνουμε για όλα αυτά να μην ερχόμαστε σε ουσιαστική επαφή με το πνεύμα των αρχαίων.
 Τέλος, ήθελα να μελετήσω τους λόγους για τους οποίους καταδικάστηκε σε θάνατο ο άνθρωπος που λίγες μέρες μετά την εκτέλεσή του οι Αθηναίοι το μετάνιωσαν και τιμώρησαν τους κατηγόρους του, ο άνθρωπος που στην ουσία αυτός δημιούργησε την εικόνα που έχουμε σήμερα για τους φιλοσόφους, ο άνθρωπος που επηρέασε τη μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη και κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη και συγκεκριμένα στον άνθρωπο. Τους λόγους που εν τέλη καταδικάστηκε ο Σωκράτης (470-399 π.Χ.).
 Η εποχή που έζησε ο Σωκράτης ανήκει στην ακμή αλλά και στην κρίση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και ηγεμονίας του 5ου αιώνα π.Χ. Κατά τη διάρκεια της ζωής του συνέβησαν και άλλα δύο σημαντικά γεγονότα, ο πελοποννησιακός πόλεμος το 431 π.Χ. και η ολιγαρχία των Τριάκοντα τυράννων το 404 π.Χ. μετά το τέλος του πολέμου, Ύστερα από αυτά τα γεγονότα η Αθηναϊκή Δημοκρατία ζούσε σε ένα κλίμα εξαθλίωσης και καχυποψίας έτσι όταν προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί και να βρει την παλιά της δόξα κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια  και βρέθηκαν πολλά θύματα στο δρόμο της, ένα από τα οποία υπήρξε και ο Σωκράτης.
 Έτσι οδηγούμαστε στο Μάρτιο του 399 π.Χ. τότε που έγινε η δίκη του Σωκράτη στο δικαστήριο της Ηλιαίας. Ο Σωκράτης τότε ήταν 70 ετών. Οι κατηγορίες που τον βάραιναν  ήταν πως διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης αλλά σε καινούριους θεούς (καινά δαιμόνια).
 Σχετικά με την κατηγορία ότι εισάγει καινούριες θεότητες, ο Σωκράτης πάντα συμμετείχε στις ομαδικές λατρευτικές εκδηλώσεις της πόλης προς τους πατροπαράδοτους θεούς, ωστόσο δεν έπαυε να δείχνει την αποστροφή του προς την ανθρωπομορφική θεολογία των ποιητών ιδίως του Ομήρου και του Ησιόδου. Για τον Σωκράτη πάντως η ευσέβεια ήταν προθυμία του πιστού να θέλει και να προσπαθεί να πραγματώσει το θέλημα του θεού. Πολλές φορές μάλιστα είχε ισχυριστεί ότι υπήρχε ένα δαιμόνιο που τον απέτρεπε από το να κάνει ορισμένα πράγματα ή να πει (όπως για παράδειγμα να ασχοληθεί με την πολιτική). Την ημέρα της δίκης του μάλιστα το δαιμόνιο δεν εμφανίστηκε καθόλου αφήνοντας τον να μιλήσει ελεύθερα. Έτσι καθώς πολλοί δημοκρατικοί χρησιμοποιώντας την πρόφαση για την ασέβεια προς τους θεούς, πήγαιναν τους αντιπάλους τους στα δικαστήρια, το ίδιο έκαναν και με τον Σωκράτη.
 Η δεύτερη κατηγορία ήταν ότι διαφθείρει τους νέους. Ο Σωκράτης ήταν από τους ανθρώπους που με την προσωπικότητά τους ασκούσαν έντονη επιρροή στους νέους. Ο ίδιος δεν είχε κανονικούς μαθητές και βέβαια δεν πήρε ποτέ χρήματα για να προσφέρει τις γνώσεις του. Αυτό που έκανε ήταν να περιφέρεται στην Αγορά και να αρχίζει συζητήσεις. Έτσι οι νέοι, κυρίως από πλούσιες οικογένειες, τον άκουγαν με προσήλωση και έπαυαν να ασχολούνται με τις πατρικές τους περιουσίες και τα πρακτικά ζητήματα με αποτέλεσμα οι γονείς να απελπίζονται. Άκουγαν λοιπόν το δάσκαλό τους  να τους συμβουλεύει να προσπαθούν να γνωρίσουν και να βελτιώσουν τον εαυτό τους.
 Συγχρόνως οι κατήγοροι του βασίστηκαν στο γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους μαθητές του άνηκαν στους Τριάκοντα τυράννους και στους οπαδούς τους. Έτσι κατηγορήθηκε από τους δημοκρατικούς πως δεν ήταν πιστός στους δημοκρατικούς θεσμούς της πόλης, κάτι που δεν ίσχυε αφού ναι μεν είχε μια κριτική στάση στις αδυναμίες που φανέρωνε το πολίτευμα αλλά δεν σήμαινε ότι είχε αντιδημοκρατικά φρονήματα.
 Αυτές ήταν οι δύο κατηγορίες που οδήγησαν τον Σωκράτη στο δικαστήριο. Ο νεαρός Μέλητος φαίνεται να είναι ο βασικός κατήγορος του Σωκράτη, ο οποίος ήταν ποιητής. Μαζί με αυτόν ήταν ο Άνυτος, ο βασικός υποκινητής, πλούσιος βυρσοδέψης και αρχηγός των δημοκρατικών, και ο ρήτορας Λύκων. Ο Άνυτος είχε το μεγαλύτερο λόγο να θέλει ο Σωκράτης να καταδικαστεί καθώς τον θεωρούσε υπεύθυνο για το γιο του που δεν ήθελε να ασχοληθεί με το επάγγελμα του πατέρα του και απλά να ανήκει στον κύκλο του Σωκράτη. Όταν ο Άνυτος κατάφερε να τον αποσπάσει από τον Σωκράτη, ο γιος του περιέπεσε σε μελαγχολία και κατέληξε να είναι στις ταβέρνες και να μεθάει.
 Με αφορμή αυτούς τους λόγους βρέθηκε στο δικαστήριο ο Σωκράτης, ο οποίος αρνήθηκε να του γράψει λόγο ο Λυσίας, παρά αρκέστηκε στο να εμφανιστεί και να απολογηθεί μόνος του χωρίς να προσπαθήσει να προκαλέσει τον οίκτο των δικαστών και χρησιμοποιώντας πάντα την ειρωνεία που τον χαρακτήριζε. Αν και οι πραγματικοί λόγοι που βρέθηκε εκεί είναι πως με τα λεγόμενα του ενοχλούσε μια ολόκληρη πόλη και καθημερινά έλεγε αλήθειες και αποκάλυπτε την άγνοια των "σοφών" και "σπουδαίων" της πόλης.
 Η απολογία του χωρίζεται σε δύο μέρη. Στην πρώτη εστιάζει και εξηγεί τα ακόλουθα: τη διαβολή που τον ακολουθεί για χρόνια, κυρίως από το έργο του Αριστοφάνη "Νεφέλες" που τον σκιαγραφεί ως άθεο και κερδοσκόπο σοφιστή που συμβουλεύει τους νέους να παρατάνε τις πατρικές περιουσίες, στην κατηγορία του Μέλητου ότι δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης παρά σε καινά δαιμόνια, στη δεύτερη κατηγορία του Μέλητου και των λοιπών ότι διαφθείρει τους νέους και τέλος στην κατηγορία πως  τον διακατέχουν αντιδημοκρατικά φρονήματα και γίνεται επικίνδυνος για το δημοκρατικό πολίτευμα. Ύστερα ακολούθησε ψηφοφορία και κρίθηκε ένοχος με 280 ψήφους υπέρ της ενοχής του και 220 κατά της ενοχής του.
 Η δεύτερη απολογία άρχισε με την έκπληξή του Σωκράτη ότι η διαφορά ήταν μόνο τριάντα ψήφοι. Συνέχισε με πιο ειρωνική διάθεση προτείνοντας στο δικαστήριο ως ποινή την ισόβια τιμητική του σίτιση στη Θόλο. Με αυτόν τον τρόπο προκάλεσε αντιδράσεις. Ο ίδιος βέβαια αντί για θανατική ποινή μπορούσε να ζητήσει την καταδίκη του σε εξορία, αλλά το αρνήθηκε, αφού δεν ήθελε να εγκαταλείψει ποτέ την Αθήνα. Να προτείνει χρηματική ποινή αδυνατούσε, καθώς ήταν σε θέση να δώσει μόνο μία μνα. Μετά τις πιέσεις των μαθητών του πρότεινε το πρόστιμο των τριάντα μνων με τους ίδιους να είναι εγγυητές. Ακολούθησε δεύτερη ψηφοφορία που τον καταδίκασε σε θάνατο με 360 ψήφους υπέρ της ενοχής του και 141 κατά. Σε αυτό βέβαια συνέβαλε από την αρχή η περήφανη και προκλητική του στάση απέναντι στους δικαστές, όμως αυτός ήταν ο Σωκράτης. Την απολογία του κλείνει με την ακόλουθη φράση " ἀλλὰ γὰρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι, ἐμοὶ μὲν ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲ βιωσομένοις· ὁπότεροι δὲ ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢ τῷ θεῷ."  (Αλλά τώρα πια είναι η ώρα να φύγουμε εγώ για να πεθάνω κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα είναι άγνωστο σε όλους εκτός από το θεό).
 Έτσι, λοιπόν, έφτασε στο θάνατο ο άνθρωπος που είπε τη μεγαλύτερη αλήθεια  «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» και έμεινε ως το τέλος της ζωής του πιστός στους νόμους της πόλης του, αφού είχε την ευκαιρία να δραπετεύσει καθώς οι μαθητές του είχαν δωροδοκήσει το φύλακα, εκείνος όμως έκανε πράξη αυτά που δίδασκε και μέχρι το τέλος έμεινε να συζητάει σχετικά με την αθανασία της ψυχής. Άλλωστε δεν φοβόταν το θάνατο. Το έργο του τον συνέχισαν οι μαθητές του, κυρίως ο Πλάτωνας που διασώζει τους λόγους του δασκάλου του στα κείμενά του.

ΠΗΓΕΣ: 
"ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ" Πλάτων, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία "Οι Έλληνες", εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
"ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΚΕΣ: Η δίκη του Σωκράτη", Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία