Ήμουν έτοιμος να διαμαρτυρηθώ, αλλά μ' εμπόδισε μ' ένα κούνημα του χεριού.
"Θα τα πω και πάλι, έτσι και αλλιώς. Έχω κουραστεί. Θα πρέπει να φύγεις σε λίγο. Και θέλω να ξαναπούμε το όνειρο. Θέλω να είμαι σίγουρη ότι το έχεις γράψει σωστά."
Δίστασε, συγκεντρώνοντας δυνάμεις για τον τελευταίο μονόλογο του απογεύματος.
"Το ξέρω, όλοι πιστεύουν ότι παραέδωσα σημασία στο γεγονός-μια νέα γυναίκα που τρομοκρατείται από δυο σκυλιά σ' ένα εξοχικό μονοπάτι. Περίμενε όμως να έρθει η εποχή που θα πρέπει να βγάλεις νόημα από τη ζωή σου. Είτε θ' ανακαλύψεις ότι παραείσαι γέρος και τεμπέλης για να το προσπαθείς, ή θα κάνεις ό,τι έκανα εγώ, θα ξεχωρίσεις ένα συγκεκριμένο συμβάν, θα βρεις μέσα σε κάτι συνηθισμένο και εξηγήσιμο ένα μέσον για να εκφράσεις αυτό που ειδάλλως μπορεί να έχανες- μια σύγκρουση, μια αλλαγή διάθεσης, μια νέα κατανόηση των πραγμάτων. Δεν λέω ότι αυτά τα ζώα ήταν τίποτε άλλο από αυτό που έδειχναν. Παρά τα όσα λέει ο Μπέρναρντ, δεν πιστεύω πως ήταν δαιμόνια του Σατανά, ούτε σκυλιά της κόλασης, ούτε οιωνοί του Θεού ή ό,τι άλλο λέει στον κόσμο ότι πιστεύω εγώ. Αλλά υπάρχει μια όψη της ιστορίας που προτιμάει να αποσιωπά. Την επόμενη φορά που θα τον δεις, βαλ' τον να σου διηγηθεί τι μας είπε γι' αυτά τα σκυλιά ο δήμαρχος του Σαιν Μωρίς. Θα τα θυμάται. Ήταν ένα μακρύ απόγευμα στη βεράντα του Οτέλ ντε Τιγιέλ. Δεν τα έχω μυθοποιήσει αυτά τα ζώα. Τα χρησιμοποίησα. Με απελευθέρωσαν. Ανακάλυψα κάτι."