Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Ο τελευταίος πειρασμός

 "Ανάλαφρο, δροσερό αγεράκι του Θεού φύσηξε και τον συνεπήρε. Απάνωθέ του περιπλοκάδιζαν ξεφουντωμένα τ' άστρ, ανθισμένος ο ουρανός, και κάτω, στη γης, άχνιζαν οι πέτρες, πυρωμένες ακόμα από τη λαύρα της μέρας, γης κι ουρανού βαθιά σιγή, καμωμένη από τις αιώνιες, πιο σιωπηλές κι από τη σιωπή, φωνές της νύχτας. Ησυχία, γλύκα, είχε σκεπάσει τα μάτια του ο Θεός, τον ήλιο, το φεγγάρι, κι αποκοιμήθηκε. Σκοτάδι, θα 'ταν μεσάνυχτα, κι εκεί που στοχάζουνταν, συνεπαρμένος, τι Παράδεισο είναι ετούτη, τι ερημιά! απότομα άλλαξε αγέρας, βάρυνε, δεν ήταν αγεράκι πια του Θεού, παρά λιπαρή, βαριόχνοτη βόχα, σα ν' ασκοφυσούσε μάχουνταν να κοιμηθεί, και να μην μπορεί, κάτω χαμηλά, μέσα σε θρασότοπους για σε ογρά βαρικά περιβόλια, ένα θεριό ή ένα χωρίο. Ο αγέρας είχε γίνει πηχτός, ανησυχαστικός, ανέβαιναν χλιαρές αναπνοές από ζώα, ανθρώπους και μαλλιαρά πνέματα, και μια δριμιά μυρωδιά από νιοξεφούρνιστο ψωμί κι από ξινόν ανθρώπινον ιδρώτα κι από δαφνόλαδο που αλείφουν οι γυναίκες τα μαλλιά τους."