Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Ταξίδι στην Θεσσαλονίκη


 Επιτέλους μετά από πολύ καιρό επιστρέφω με ταξιδιωτικό κείμενο, οπού θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το ταξίδι μου στην όμορφη Θεσσαλονίκη, όπου και πήγα πρώτη φορά στη ζωή μου καιπραγματικά  άξιζε και σίγουρα θα ξαναπάω!
 Η Θεσσαλονίκη ή αλλιώς συμπρωτεύουσα ιδρύθηκε το 316/5 π.Χ. από τον στρατηγό Κάσανδρο και πήρε το όνομα της συζύγου του και ετεροθαλής αδερφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Ετυμολογικά το όνομα είναι σύνθεση των λέξεων Θεσσαλών+Νίκη σε ανάμνηση της νλικης των Μακεδόνων και του Κοινού των Θεσσαλών εναντίον των Φερών. Από ελληνιστική πόλη πέρασε στα χέρια των Ρωμαίων, υπήρξε από τις πιο σπουδαίες πόλης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, υπήρξε εβραϊκή κοινότητα, το 1912 εντάσσεται στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, ενώ το 1922 μετά την Μικρασιτική καταστροφή υπήρξε η νέα πατρίδα για πολλούς πρόσυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
 Όλες αυτές οι κουλτούρες είναι αισθητές μέχρι και σήμερα και δίνουν ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα στην πόλη, μια πόλη που είανι συγχρόνως δυτική και ανατολική, βαλκανική αλλά και έντονα ελληνική. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε η βάση πολιτικών κινήσεων και κινημάτων, ειδικά στη σύγχρονη ιστορία.

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Μια ζωή την έχουμε

Μια ζωή την έχουμε και αν δεν την
γλεντήσουμε
τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήζουμε
τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήζουμε

Μες στον ψεύτικο ντουνιά
παίξτε μου διπλοπενιά
Μες στον ψεύτικο ντουνιά
παίξτε μου διπλοπενιά
και ο μήνας έχει εννιά
και ο μήνας έχει εννιά

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Ο τελευταίος πειρασμός

 "Ανάλαφρο, δροσερό αγεράκι του Θεού φύσηξε και τον συνεπήρε. Απάνωθέ του περιπλοκάδιζαν ξεφουντωμένα τ' άστρ, ανθισμένος ο ουρανός, και κάτω, στη γης, άχνιζαν οι πέτρες, πυρωμένες ακόμα από τη λαύρα της μέρας, γης κι ουρανού βαθιά σιγή, καμωμένη από τις αιώνιες, πιο σιωπηλές κι από τη σιωπή, φωνές της νύχτας. Ησυχία, γλύκα, είχε σκεπάσει τα μάτια του ο Θεός, τον ήλιο, το φεγγάρι, κι αποκοιμήθηκε. Σκοτάδι, θα 'ταν μεσάνυχτα, κι εκεί που στοχάζουνταν, συνεπαρμένος, τι Παράδεισο είναι ετούτη, τι ερημιά! απότομα άλλαξε αγέρας, βάρυνε, δεν ήταν αγεράκι πια του Θεού, παρά λιπαρή, βαριόχνοτη βόχα, σα ν' ασκοφυσούσε μάχουνταν να κοιμηθεί, και να μην μπορεί, κάτω χαμηλά, μέσα σε θρασότοπους για σε ογρά βαρικά περιβόλια, ένα θεριό ή ένα χωρίο. Ο αγέρας είχε γίνει πηχτός, ανησυχαστικός, ανέβαιναν χλιαρές αναπνοές από ζώα, ανθρώπους και μαλλιαρά πνέματα, και μια δριμιά μυρωδιά από νιοξεφούρνιστο ψωμί κι από ξινόν ανθρώπινον ιδρώτα κι από δαφνόλαδο που αλείφουν οι γυναίκες τα μαλλιά τους."